- δεκαδικός
- -ή, -ό (AM δεκαδικός, -ή, -όν) [δεκάς]αυτός που ανήκει ή προσιδιάζει στη δεκάδα ή αποτελείται από δεκάδεςνεοελλ.φρ.1. «δεκαδικός αριθμός» — αριθμός που αποτελείται από ακέραιο και δεκαδικό κλάσμα, κλάσμα δηλ. το οποίο παριστάνει ένα ορισμένο πλήθος τών μερών που δίνει μια μονάδα αν διαιρεθεί σε υποπολλαπλάσια τού δέκα2. «δεκαδικό σύστημα» — το σύστημα αριθμήσεως και γραφικής παραστάσεως τών αριθμών που βασίζεται στη χρήση δέκα συμβόλων3. «δεκαδικό μετρικό σύστημα» — σύστημα μέτρων και σταθμών κατά το οποίο όλες οι μετρικές μονάδες (μήκους, επιφάνειας, ύψους, βάρους κ.λπ.) έχουν δεκαδική σχέση προς τις μονάδες ανώτερης ή κατώτερης τάξεως.
Dictionary of Greek. 2013.