δεκαδικός

δεκαδικός
-ή, -ό (AM δεκαδικός, -ή, -όν) [δεκάς]
αυτός που ανήκει ή προσιδιάζει στη δεκάδα ή αποτελείται από δεκάδες
νεοελλ.
φρ.
1. «δεκαδικός αριθμός» — αριθμός που αποτελείται από ακέραιο και δεκαδικό κλάσμα, κλάσμα δηλ. το οποίο παριστάνει ένα ορισμένο πλήθος τών μερών που δίνει μια μονάδα αν διαιρεθεί σε υποπολλαπλάσια τού δέκα
2. «δεκαδικό σύστημα» — το σύστημα αριθμήσεως και γραφικής παραστάσεως τών αριθμών που βασίζεται στη χρήση δέκα συμβόλων
3. «δεκαδικό μετρικό σύστημα» — σύστημα μέτρων και σταθμών κατά το οποίο όλες οι μετρικές μονάδες (μήκους, επιφάνειας, ύψους, βάρους κ.λπ.) έχουν δεκαδική σχέση προς τις μονάδες ανώτερης ή κατώτερης τάξεως.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δεκαδικός — of the masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεκαδικός αριθμός — Κάθε ρητός αριθμός ρ που γράφεται με τη μορφή: όπου α ακέραιος και Ψν | ν = 1, 2, … κ, ψηφία. Τα Ψν | ν = 1, 2, … κ ονομάζονται δεκαδικά ψηφία και ο αριθμός α ακέραιο μέρος του αριθμού. Ως δ.α. μπορούν να παρασταθούν μόνο οι ρητοί που η… …   Dictionary of Greek

  • δεκαδικός — ή, ό 1. αυτός που αποτελείται από δεκάδες. 2. αυτός που διαιρείται ή υποδιαιρείται σε δεκάδες: Δεκαδικό μετρικό σύστημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δεκαδικά — δεκαδικός of the neut nom/voc/acc pl δεκαδικά̱ , δεκαδικός of the fem nom/voc/acc dual δεκαδικά̱ , δεκαδικός of the fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεκαδικῶν — δεκαδικός of the fem gen pl δεκαδικός of the masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεκαδικόν — δεκαδικός of the masc acc sg δεκαδικός of the neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεκαδικοί — δεκαδικός of the masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεκαδικούς — δεκαδικός of the masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεκαδικῆς — δεκαδικός of the fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεκαδικῶς — δεκαδικός of the adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”